- παρακατεσθίει
- παρά-κατεσθίωeat uppres ind mp 2nd sgπαρά-κατεσθίωeat uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακατεσθίω — Α τρώω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τοὖψον μασᾱται, παρακατεσθίει δ ἐμέ», Σωτάδ.) … Dictionary of Greek